βουκολώ

βουκολώ
βουκολῶ (-έω) (AM) [βουκόλος]
Ι. βόσκω βόδια
αρχ.
1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον
2. λατρεύω κάποιον (θεό)
3. καθησυχάζω, ξεγελώ
II. βουκολούμαι
1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω
2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό
3. εξαπατώ
4. φρ. «βουκολοῡμαι ἐλπίσιν» — ξεγελώ τον εαυτό μου με ελπίδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουκολῶ — βουκολέω tend cattle pres subj act 1st sg (attic epic doric) βουκολέω tend cattle pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκόλω — Βουκόλος masc nom/voc/acc dual Βουκόλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκόλω — βούκολος tending kine masc nom/voc/acc dual βούκολος tending kine masc gen sg (doric aeolic) βουκόλος masc nom/voc/acc dual βουκόλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκόλῳ — Βουκόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκόλῳ — βούκολος tending kine masc dat sg βουκόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκόλωι — βουκόλῳ , βούκολος tending kine masc dat sg βουκόλῳ , βουκόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βουκόλωι — Βουκόλῳ , Βουκόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβουκόλητος — ἀβουκόλητος ον (Α) [βουκολῶ] 1. αυτός που δεν βοσκήθηκε ή που δεν φυλάσσεται από βουκόλο 2. μτφ. αφρόντιστος, παραμελημένος …   Dictionary of Greek

  • βουκόλημα — βουκόλημα, το (Α) [βουκολώ] ξεγέλασμα, ανακούφιση …   Dictionary of Greek

  • βουκόλησις — βουκόλησις, η (AM) [βουκολώ] 1. το να βόσκει κανείς βόδια 2. παραπλάνηση, εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”